- λουλούδιασμα
- το, -ατος1. το άνθισμα: Το λουλούδιασμα της αμυγδαλιάς σηματοδοτεί τον ερχομό της άνοιξης.2. μτφ., η ακμή: Ήταν μια όμορφη κοπέλα πάνω στο λουλούδιασμά της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.